ενζυματικός

ενζυματικός
-ή, -ό
ο σχετικός με τα ένζυμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενζυματικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τα ένζυμα. 2. που παράγεται από τα ένζυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”